- ευυπέρβλητος
- εὐυπέρβλητος, -ον (Α)αυτός τον οποίο εύκολα κανείς υπερβαίνει, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεπεράσει εύκολα («τὸ γὰρ τοιοῡτον οὐκ εὐυπέρβλητον», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -υπερ-βλητος (< υπερ-βάλλω), πρβλ. αν-υπέρ-βλητος].
Dictionary of Greek. 2013.